αλυσίτης

αλυσίτης
(halysites). Γένος κοιλεντερωτών της οικογένειας των αλυσιτιδών. Ανήκουν στην ομοταξία των ανθοζώων. Το γένος αυτό των κοραλλιών έχει εκλείψει. Τα κυριότερα απολιθωμένα ευρήματα ανακαλύφθηκαν στη Βόρεια Αμερική και σε περιοχές της Τουρκίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άλυση — η (Α άλυσις εως) η αλυσίδα αρχ. κρίκος αλυσιδωτής πανοπλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με ρ. *wel(u) «στρέφω, συστρέφω, κυλιώ», η οποία απαντά και στους τ. ἔλυτρον, εἰλύω, ἕλιξ, η δε δάσυνσή της δεν μπορεί να ερμηνευθεί με βεβαιότητα… …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”